- μισθοδοτούμαι
- μισθοδοτούμαι, μισθοδοτήθηκα, μισθοδοτημένος βλ. πίν. 74
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δημοσιεύω — (AM δημοσιεύω) [δημόσιος] καθιστώ κάτι γνωστό στο κοινό νεοελλ. 1. ανακοινώνω, καθιστώ κάτι ευρύτερα γνωστό μέσω τού Τύπου («δημοσίευσε στις εφημερίδες το πολιτικό του πρόγραμμα», «δημοσιεύουν οι εφημερίδες το κείμενο τού νόμου») 2. καταχωρίζω σε … Dictionary of Greek
μισθοκομίζομαι — (Μ) λαμβάνω μισθό, μισθοδοτούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + κομίζομαι «λαμβάνω, παίρνω»] … Dictionary of Greek
μισθοδοτώ — μισθοδότησα, μισθοδοτήθηκα, μισθοδοτημένος, πληρώνω μισθό σε κάποιον: Ως δημόσιος υπάλληλος μισθοδοτούμαι από το κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)